Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

με πεπιεσμένο αέρα

См. также в других словарях:

  • διατρητική μηχανή — Μηχανή για τη διάτρηση χωμάτων, βράχων, τοίχων κλπ. Ανάλογα με τη μέθοδο διάτρησης διαιρούνται σε κρουστικές και σε περιστροφικές δ.μ. Αντίθετα, αναφορικά με την πηγή ενέργειάς τους, διαιρούνται σε δ.μ. πεπιεσμένου αέρα, νερού υπό πίεση και σε… …   Dictionary of Greek

  • σερβομηχανισμός — Μηχανικό σύστημα, στο οποίο ένα ορισμένο μέγεθος μηχανικής φύσης (μέγεθος εξόδου ή έξοδος) εξαρτιέται, δηλαδή ακολουθεί πιστά τις μεταβολές ενός άλλου μεταβλητού μεγέθους (μέγεθος εισόδου ή είσοδος). Γι’ αυτό το σκοπό ο σ. συγκρίνει την τρέχουσα… …   Dictionary of Greek

  • αεροτρύπανο — Εργαλειομηχανή που χρησιμοποιείται για να ανοίγει τρύπες κάθε διαμετρήματος με τη βοήθεια πεπιεσμένου αέρα που παρέχεται από αεροσυμπιεστή. Οι εφαρμογές του είναι ποικίλες και σε όλους τους τομείς: την οδοποιία, την υδραυλική, τη μεταλλευτική και …   Dictionary of Greek

  • αερόφωνο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια συσκευή και ένα μουσικό όργανο. 1. Συσκευή με την οποία ενισχύεται η ανθρώπινη φωνή, ώστε να ακούγεται σε μεγαλύτερες αποστάσεις. Ανακαλύφθηκε το 1878 από τον Τόμας Έντισον. Λειτουργεί με σύστημα τριών… …   Dictionary of Greek

  • ανυψωτήρες, ατέρμονες — Μηχανές που χρησιμοποιούνται για τη συνεχή ανύψωση υγρών και στερεώνουσιών και όταν ακόμα οι τελευταίες είναι σε κατάσταση σκόνης. Κατασκευάζονται σε διάφορους τύπους, ανάλογα με την κινητήρια δύναμη που χρησιμοποιείται: έτσι έχουμε α.α.… …   Dictionary of Greek

  • αερόσφυρα — Εργαλειομηχανή που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα τον οποίο διοχετεύει σε αυτήν ένας αεροσυμπιεστής. Η α. αντικατέστησε τη βαριά σφύρα ή βαριοπούλα του σιδηρουργού και του μηχανουργού. Υπάρχουν πολλοί τύποι α., ανάλογα με τις διαστάσεις και τον… …   Dictionary of Greek

  • μονοτυπία — Σύστημα μηχανικής στοιχειοθεσίας με μεμονωμένα στοιχεία, που αποτελείται από δυο χωριστά μέρη: τη μηχανή με τα πλήκτρα και το χυτήριο. Στην πρώτη ο στοιχειοθέτης κτυπά το κείμενο έχοντας στη διάθεση του, για το ίδιο στοιχείο, διαφορετικά πλήκτρα… …   Dictionary of Greek

  • ελαστικό — Φυτική ύλη που προέρχεται από έκκριση ορισμένων δέντρων· με την κατάλληλη επεξεργασία αποκτά ιδιότητες, χάρη στις οποίες γίνεται υλικό με ευρύτατες εφαρμογές. ε. κόμμικαουτσούκ. Ουσία που προέρχεται από την πήξη φυτικού γαλακτώδους χυμού. Υπάρχει …   Dictionary of Greek

  • δύτης — Άτομο που εφοδιάζεται με κατάλληλες αναπνευστικές συσκευές, ώστε να μπορεί να παραμείνει υποθαλάσσια, με σκοπό να εκτελέσει έρευνες και διάφορων ειδών εργασίες. Ο δ. χρησιμοποιεί συνήθως ένα ένδυμα από αδιάβροχο ύφασμα, το οποίο κλείνει ερμητικά… …   Dictionary of Greek

  • αεροκύλινδρος — ο τεχνολ. κύλινδρος μέσα στον οποίο μπορούν να πραγματοποιηθούν τα ακόλουθα: συμπίεση αέρα, αποθήκευση αέρα υπό πίεση ή κίνηση εμβόλου με πεπιεσμένο αέρα. Ο αεροκύλινδρος αποτελεί βασικό εξάρτημα τών μηχανών πεπιεσμένου αέρα …   Dictionary of Greek

  • διήθηση — Διαδικασία διαχωρισμού στοιχείων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα. Η επεξεργασία αυτή εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς. δ. αερίων.Πραγματοποιείται είτε κατευθύνοντας τον αέρα, που περιέχει πολύ λεπτές σκόνες, να περάσει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»