-
1 обдувать
1. (обрабатывать поверхность) маш. κατεργάζομαι/καθαρίζω (την επιφάνεια) με πεπιεσμένο αέρα 2. (очищать струёй пара или воздуха) καθαρίζω με πεπιεσμένο αέρα ή ατμόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обдувать
-
2 пневмозолоудаление
1. (процесс) η αφαίρεση της τέφρας με πεπιεσμένο αέρα 2. (устройство) το σύστημα αφαίρεσης της τέφρας (με πεπιεσμένο αέρα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пневмозолоудаление
-
3 баллон
1. (ёмкость) το δοχείο, η φιάλη- κινδύνουпротивопожарный ав. - της πυρόσβεσηςпусковой ав. - εκκίνησης2. (часть электровакуумного прибора) о βολβ/ός, το περίβλημα 3. (шина автомобиля) о αεροθάλαμος 4. (аэростата) η αερόσφαιρα (του αερόστατου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > баллон
-
4 обдув
1. (принудительное охлаждение) η (τεχνητή) ψύξη με αέρα 2. (очистка воздухом) ο καθαρισμός με πεπιεσμένο αέρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обдув
-
5 pneumatic
[nju'mætik]1) (filled with air: pneumatic tyres.) γεμάτος αέρα2) (worked by air: a pneumatic pump/drill.) που λειτοργεί με πεπιεσμένο αέρα• -
6 воздуховоз
горн. η (σιδηροδρομική) μηχανή που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > воздуховоз
-
7 клёпка
(способ соединения деталей) το πριτσίνωμα, το κάρφωμα гидравлическая - υδραυλικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клёпка
-
8 обдувка
(обработка поверхности) маш. η κατεργασία (βολή) της επιφάνειας. - металлической дробью - με ρινίσματαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обдувка
-
9 пневмоаппарат
(в пневмоприводе) η ανακουφιστική βαλβίδα (στο μηχανισμό εκκίνησης) με πεπιεσμένο αέρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пневмоаппарат
-
10 пневмотрамбовка
ο εμβολέας/ η εμβολή με πεπιεσμένο αέρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пневмотрамбовка
-
11 пневмоцилиндр
ο κύλινδρος με πεπιεσμένο αέρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пневмоцилиндр
-
12 сервомотор
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сервомотор
-
13 стартер
тех. ο εκκινητήραςο εκκι-νητήςразг. η μίζαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стартер
-
14 таль
το σύσπαστο, το πολύσπαστο, το παλάγκοэлектрическая - ηλεκτρικό -.тальвег το φαράγγι, το χαμηλότερο μέρος/τμήμα της κοιλάδαςη γραμμή συνδέουσα τα χαμηλότερα σημεία (της ποταμοκοι-λάδας, του φαραγγιού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > таль
-
15 тормоз
тех. η πέδητο φρένοвоздушный - η αεροπέδη, το αερόφρενοножной - το ποδόφρενο, ο ποδομοχλός πέδησης- αέροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тормоз
-
16 молот
-а α.σφύρα, σφυρί μεγάλο. || σφύρα μηχανική•паровой молот ατμόσφυρα•
пневматический молот σφύρα με πεπιεσμένο αέρα ή αεροκίνητη, αερόσφυρα.
(αθλτ.) σφύρα.εκφρ.быть (находить(ся) между -ом и наковальней – βρίσκομαι μεταξύ σφύρας και άκμονα. -
17 молоток
-тка α. σιουρί•сапожный молоток σφυρί υποδηματοποιού•
плотничий молоток σφυρί ξυλουργού•
слесарный молоток σφυρί εφαρμοστή•
βλ. киянка. || χτυπητήρι, ρόπτρο•молоток дверной молоток το χτυπητήρι της πόρτας.
εκφρ.отбойный молоток – πιστολέτο, μηχανική σφύρα•пневматический молоток – σφυρί με πεπιεσμένο αέρα ή αεροκίνητο, αερόσφυρα•пойти ή продавать с -тка – βάζω στο σφυρί (εκθέτω στη δημοπρασία, εκποιώ). -
18 пневматический
επ.με πεπιεσμένο αέρα. -
19 стравить
стравить 1стравлю, стравишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стравленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.1. παρακινώ τόν έναν κατά του άλλου•βάζω να μαλώσουν, να τσακωθούν.2. πατώ, ποδοπατώ, τσαλαπατώ.3. ξοδεύω για τροφή ζώων.4. (απλ.) σπαταλώ.5. βλ. извести (2 σημ.).6. εξαλείφω, εξαφανίζω, καταστρέφω με δηλητηριο.стравить 2ρ.σ.μ.βλ. травитьг(1, г σημ.).,1. χαλαρώνομαι, ξελασκάρω.2. (για αέρα ή πεπιεσμένο ατμό) βγαίνω, εξέρχομαι.
См. также в других словарях:
διατρητική μηχανή — Μηχανή για τη διάτρηση χωμάτων, βράχων, τοίχων κλπ. Ανάλογα με τη μέθοδο διάτρησης διαιρούνται σε κρουστικές και σε περιστροφικές δ.μ. Αντίθετα, αναφορικά με την πηγή ενέργειάς τους, διαιρούνται σε δ.μ. πεπιεσμένου αέρα, νερού υπό πίεση και σε… … Dictionary of Greek
σερβομηχανισμός — Μηχανικό σύστημα, στο οποίο ένα ορισμένο μέγεθος μηχανικής φύσης (μέγεθος εξόδου ή έξοδος) εξαρτιέται, δηλαδή ακολουθεί πιστά τις μεταβολές ενός άλλου μεταβλητού μεγέθους (μέγεθος εισόδου ή είσοδος). Γι’ αυτό το σκοπό ο σ. συγκρίνει την τρέχουσα… … Dictionary of Greek
αεροτρύπανο — Εργαλειομηχανή που χρησιμοποιείται για να ανοίγει τρύπες κάθε διαμετρήματος με τη βοήθεια πεπιεσμένου αέρα που παρέχεται από αεροσυμπιεστή. Οι εφαρμογές του είναι ποικίλες και σε όλους τους τομείς: την οδοποιία, την υδραυλική, τη μεταλλευτική και … Dictionary of Greek
αερόφωνο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια συσκευή και ένα μουσικό όργανο. 1. Συσκευή με την οποία ενισχύεται η ανθρώπινη φωνή, ώστε να ακούγεται σε μεγαλύτερες αποστάσεις. Ανακαλύφθηκε το 1878 από τον Τόμας Έντισον. Λειτουργεί με σύστημα τριών… … Dictionary of Greek
ανυψωτήρες, ατέρμονες — Μηχανές που χρησιμοποιούνται για τη συνεχή ανύψωση υγρών και στερεώνουσιών και όταν ακόμα οι τελευταίες είναι σε κατάσταση σκόνης. Κατασκευάζονται σε διάφορους τύπους, ανάλογα με την κινητήρια δύναμη που χρησιμοποιείται: έτσι έχουμε α.α.… … Dictionary of Greek
αερόσφυρα — Εργαλειομηχανή που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα τον οποίο διοχετεύει σε αυτήν ένας αεροσυμπιεστής. Η α. αντικατέστησε τη βαριά σφύρα ή βαριοπούλα του σιδηρουργού και του μηχανουργού. Υπάρχουν πολλοί τύποι α., ανάλογα με τις διαστάσεις και τον… … Dictionary of Greek
μονοτυπία — Σύστημα μηχανικής στοιχειοθεσίας με μεμονωμένα στοιχεία, που αποτελείται από δυο χωριστά μέρη: τη μηχανή με τα πλήκτρα και το χυτήριο. Στην πρώτη ο στοιχειοθέτης κτυπά το κείμενο έχοντας στη διάθεση του, για το ίδιο στοιχείο, διαφορετικά πλήκτρα… … Dictionary of Greek
ελαστικό — Φυτική ύλη που προέρχεται από έκκριση ορισμένων δέντρων· με την κατάλληλη επεξεργασία αποκτά ιδιότητες, χάρη στις οποίες γίνεται υλικό με ευρύτατες εφαρμογές. ε. κόμμικαουτσούκ. Ουσία που προέρχεται από την πήξη φυτικού γαλακτώδους χυμού. Υπάρχει … Dictionary of Greek
δύτης — Άτομο που εφοδιάζεται με κατάλληλες αναπνευστικές συσκευές, ώστε να μπορεί να παραμείνει υποθαλάσσια, με σκοπό να εκτελέσει έρευνες και διάφορων ειδών εργασίες. Ο δ. χρησιμοποιεί συνήθως ένα ένδυμα από αδιάβροχο ύφασμα, το οποίο κλείνει ερμητικά… … Dictionary of Greek
αεροκύλινδρος — ο τεχνολ. κύλινδρος μέσα στον οποίο μπορούν να πραγματοποιηθούν τα ακόλουθα: συμπίεση αέρα, αποθήκευση αέρα υπό πίεση ή κίνηση εμβόλου με πεπιεσμένο αέρα. Ο αεροκύλινδρος αποτελεί βασικό εξάρτημα τών μηχανών πεπιεσμένου αέρα … Dictionary of Greek
διήθηση — Διαδικασία διαχωρισμού στοιχείων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα. Η επεξεργασία αυτή εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς. δ. αερίων.Πραγματοποιείται είτε κατευθύνοντας τον αέρα, που περιέχει πολύ λεπτές σκόνες, να περάσει… … Dictionary of Greek